ἀσφόδελος

ἀσφόδελος
ἀσφόδελος
Grammatical information: m.
Meaning: `asphodill, Asphodelus ramosa' (Hes.).
Other forms: Also σφόδελος (H.), σφοδελός (Ar.); σποδελός vv. ll. acc. to Hdn. Gr. 2, 152.
Derivatives: ἀσφοδελός `grown with a.' (Od.; on the accent Schwyzer 420).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. Prob. substr. word (s. the variants). Fur. 288 compares σφονδύλ(ε)ιον, σπονδύλιον `Heracleum sphondylium'. Speculative Biraud, Actes du colloque: Les phytonymes grecs et latins, 35-46, who finds the suffix in στυφελός, ζάφελος, ῥάκελος etc.
Page in Frisk: 1,175

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀσφοδελός — ἀσφόδελος asphodel masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφόδελος — asphodel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασφοδελός — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… …   Dictionary of Greek

  • ασφόδελος — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… …   Dictionary of Greek

  • ασφόδελος — ο και ασφοδίλι, το φυτό που ανήκει στα λειρώδη, σπερδούκλι, το, ή σπέρδουκλας, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσφοδελόν — ἀσφόδελος asphodel masc/fem acc sg ἀσφόδελος asphodel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφοδελοί — ἀσφόδελος asphodel masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφοδελοῦ — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφοδελούς — ἀσφόδελος asphodel masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφοδελῶν — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφοδελῷ — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”